Το κείμενο, είναι του Νικηφόρου Βρεττάκου που το δημοσίευσε στο περιοδικό “ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΖΩΗ” στις 17 Ιανουαρίου του 1962.

”Κάθε φορά πού ὁ Ἄγγελος Σικελιανός ἐπανέρχεται στή μνήμη μου, δέν ἔρχεται μόνος του. Τόν συνοδεύει ἕνα πρόβλημα καί μιά μοῖρα. Πρόκειται γιά τό πρόβλημα τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ πού εἶναι αὐτοφυής καί ἀναπτύσσεται μόνος του – παλεύοντας. Πρόκειται γιά τή μοῖρα τῶν ἀληθινῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ ἔθνους, πού ξεπερνᾶνε τά ὅρια του, κινοῦνται ἄνετα στό διεθνές προσκήνιο, ἐνῶ στή χώρα τους ἀπωθοῦνται στό περιθώριο, ἄσχετα ἄν τελικά αὐτοί πού μένουν, αὐτοί εἶναι που σώζουν τήν αξιοπρέπεια του ἔθνους, αὐτοί εἶναι πού δικαιώνουν τήν ὕπαρξή του. Μ’ αὐτούς σημειώνεται ἡ ἐπιβίωσή του.
Ἐρχεται λοιπόν στή μνήμη μου ὁ Σικελιανός μαζί μέτή μοναξιά του τῶν τελευταίων ἐτῶν. Ἴσως μάλιστα αὐτή ἡ ἀβεβαιότητα τῆς μοναξιᾶς νά μᾶς ἔκαμε φίλους, ἔτσι πού στά δυό τελευταία χρόνια, 1950 και 1951, βλεπόμαστε συχνά. Τό γεγονός ὅτι πολλές φορές ἐρχόταν ἀπό τήν Σαλαμίνα στόν Πειραιᾶ -χωρίς ν’ ἀνεβεῖ στήν Ἀθήνα- γιά νά καταλήξει στήν ὁδο Καραΐσκου καί νά ξαναφύγει γιά τη. Σαλαμίνα, δέν φανερώνει παρά μιά τραγικότητα μοναξιᾶς πού τήν ἔκρυβε κάτω ἀπό τό παιδικό πομπῶδες γέλιο του, καί πού δέν μοῦ τήν εἶπε ποτέ.
Στάθηκαν ἀρκετά ὅμως ἕνα δυό μυστικά πού σέ ἄλλες ὧρες καί γιά ἄλλους λόγους μοῦ ἐξομολογήθηκε γιά νά βγάλω τά συμπεράσματά μου. Ἔτσι πάντα. Ὕστερα ἀπό ἕνα λιτό γεῦμα, λίγη ξεκούραση, λίγη κουβέντα γιά τήν ποίηση, ξανάφευγε για τή Σαλαμίνα ενῶ ὁ ἀγέρας σάλευε τή μαύρη ἀρχοντική μπέρτα του. Τόν συνώδευα ὥς τό καραβάκι καί κάποτε πήγαινα μαζί του, ὅπως ἔγινε τήν παραμονή τῆς πρωτομαγιᾶς τοῦ 1950, μιάν ἀλησμόνητη ἀλήθεια παραμονή.
Ἦταν μιά νύχτα γεμάτη δόξα καί φῶς. Ἀπάνω μας ἕνας ἀποκαλυπτικός κόσμος. Μείναμε ὥς τα μεσάνυχτα ἔξω -στό ἐστιατόριο πού φάγαμε- καί τό πρωΐ ξυπνήσαμε μέ τήν ἀνατολή μιᾶς θαυμάσιας ἀνοιξιάτικης μέρας. Θυμᾶμαι τά πράσινα στάχυα πού ἔζωναν τό μικρό του σπιτάκι, ἔγερναν, θαρρεῖς καί ἤθελαν νά μποῦν ἀπό τήν ἀνοιγμένη πόρτα.
Σ’ ἕνα ποίημα πού ἔγραψα τότε μέ πολλλή συγκίνηση, μά πού αἰσθητικά ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο, ἀναφέρω αὐτά τά στάχυα πού τά συνέλαβα σάν μια δέσμη ἀπό “χιλιάδες καλημέρες”. Εἶδα τόν Σικελιανό νά τά διασχίζει μεθυσμένος, μέ τή μαύρη μπέρτα του πάντοτε. Δέν μποροῦσα να φανταστῶ πώς αὐτό τό ἀνεξίκακο παιδί θά μποροῦσε να πεθάνει τόσο γρήγορα…”

Η Σαλαμίνα άρεσε τόσο πολύ στον Ν. Βρεττάκο, που μετά και τον θάνατο του Α. Σικελιανού, ο ίδιος συνέχισε να επισκέπτεται το νησί μας φιλοξενούμενος από ένα άλλον φίλο (Χρόνης Βουζουναράς), που του παραχώρησε την οικία του στην εξοχή.
ΠΗΓΗ: Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ.
Σαλαμίνα “Όλο το νησί μια αγκαλιά”