ΑρχικήΝέα"Ο Μέγας Πρωταγωνιστής του ιερού Αγώνα επέλεξε να βρίσκεται παντοτινά στη Σαλαμίνα"

“Ο Μέγας Πρωταγωνιστής του ιερού Αγώνα επέλεξε να βρίσκεται παντοτινά στη Σαλαμίνα”

γράφει η Άννα Μάθεση-Αποστολοπούλου

Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας ή στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας το 1782, και σκοτώθηκε στο Φάληρο στις 23 Απριλίου 1827, μόλις σε ηλικία 45 ετών.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του ‘’άγνωστου’’ οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει δίχως την άμεση υποστήριξη των γονέων του.


Ο πατέρας του ονομάζετε Δημήτριος Ίσκος καπετάνιος αρματολός και λόγω της μελαχρινάδας του, οι Οθωμανοί τον έλεγαν Καραϊσκο (ο μαύρος γενναίος Ίσκος), μητέρα του ήταν η Ζωή Ντιμισκή που η παράδοση θέλει να ήταν καλογριά και ανύμφευτη με τον Δημ. Ίσκο. Ήταν πανέξυπνος, πολύ ενεργητικός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αλλά φιλάσθενος, φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια κι από την εμπειρία της παιδικής του ηλικίας καθώς ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης, μακριά από την πατρογονική οικογένεια των Ίσκων.

Είχε επίσης δυο ετεροθαλή αδέρφια καπεταναίους τον Ανδρέα Ίσκο και τον Ιωάννη Ίσκο. Γυναίκα του και μάνα των παιδιών του ήταν η Γκόλφω (Εγκολπία) Σκυλοδήμου που τους ένωσε στα Γιάννενα ο Αλί Πασάς.


Η ύπαρξή του στην Αυλή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως η πιο ‘’σκοτεινή’’ στιγμή της ζωής του Γεωργίου Καραϊσκάκη, καθώς εκείνο το διάστημα, όχι μόνο υπηρετούσε τον Αλή Πασά, αλλά και συμμετείχε μαζί του στην εκστρατεία κατά του πασά Πασβάνογλου στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός Έλληνας ήρωας του 1821, που υπηρέτησε κάποια χρονική στιγμή τον Αλί Πασά…


Αργότερα όμως, κατάφερε να δραπετεύσει και να εισχωρήσει στο κλέφτικο σώμα του Κατσαντώνη στα Άγραφα, δίπλα στον οποίο ολοκλήρωσε τη στρατηγική του σκέψη. Όμως, η ελευθερία τούτη δεν κρατά. Μετά από λίγο καιρό ξαναπέφτει στα χέρια του Αλή Πασά και για δεύτερη φορά γίνεται αιχμάλωτος της Αυλής. Ξεφεύγει όμως το 1820 και κατευθύνεται στη Λευκάδα με τα παιδιά και τη σύζυγο του Γκόλφω, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε όσο υπηρετούσε στην Αυλή.


Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 πραγματοποιείται στη Λευκάδα μία σύσκεψη οπλαρχηγών και αποφασίζεται ο Καραϊσκάκης να αναλάβει την περιοχή της Βόνιτσας. Κατευθύνεται εκεί μάταια, καθώς οι προύχοντες της περιοχής δε θεωρούσαν πως ήταν ακόμα κατάλληλος ο καιρός για επανάσταση. Έτσι, αποφασίζει να κινηθεί προς τα Τζουμέρκα και να αρχίσει από εκεί τον αγώνα. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, ο Καραϊσκάκης πραγματοποιεί το όνειρο που είχε από έφηβος και γίνεται κάτοχος του αρματολικίου των Αγράφων, της περιοχής όπου μεγάλωσε. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του, αποφασίζει να ακολουθήσει μια πιο διπλωματική τακτική απέναντι στους Τούρκους υποκρινόμενος υποταγή στο Σουλτάνο, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν επιδρομές στην περιοχή του. Το 1822 έρχεται σε ρήξη με το Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος επίσης διεκδικούσε την κυριαρχία των Αγράφων.
Εκδίωξε τους Οθωμανούς και επέβαλε την δική του κυριαρχία στ‘ Άγραφα, κατά τους πρώτους μήνες του 1822. Ο Ίσκος στο Βάλτο, ο Μπακόλας στο Ραδοβίτσι, ο Κουτελίδας στα Τζουμέρκα, οι Στορναραίοι στον Ασπροπόταμο και ο Καραϊσκάκης στ’ Άγραφα σχημάτιζαν πλέον ένα ισχυρό δίκτυο γειτόνων αρματολών, που διατηρούσαν σχέσεις συμμαχίας, στηριγμένοι σε δεσμούς συγγένειας και επιγαμίας.


Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη.

Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.


Ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε “ταμπούρια” (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827.
Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως “στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων” και Τσωρτς, ως “διευθυντής χερσαίων δυνάμεων”, προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση.
Η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.


Τούτο οδήγησε τον Μέγα Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων.


Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα.

Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.


Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν: “Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”.


Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του κατόπι εντολής του, μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα (ο βιογράφος του και μάρτυρας στα γεγονότα του θανάτου του αναφέρει: …έως ου ολίγας ώρας μετά την μεσημβρίαν απέθανεν, αφήσας τελευταία παραγγελίαν να τον ενταφιάσωσιν είς μια μεγάλην εκκλησίαν και στο τέλος της 108 σελίδας της βιογραφίας εξηγεί πια ήταν η εκκλησία που υπέδειξε, Την εν Σαλαμίνι εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου), όπου όντως εκεί ετάφη και φυσικά θρηνήθηκε από το ελεύθερο πανελλήνιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ