
Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμη ζωντανοί. 13 επιστολές στους ιδρυτές της Google.
«Σκοτώστε τον θάνατο!», με τούτο το σύνθημα δίνουν την κατευθυντήρια γραμμή από τη Silicon Valley οι δισεκατομμυριούχοι κήρυκες της αθανασίας. Μεταξύ αυτών κι οι δύο συνιδρυτές της Google, στους οποίους και απευθύνονται οι ανοιχτές επιστολές του Φρανκ Νταμούρ.
Για τον συγγραφέα η μάχη ενάντια στη θνητότητα ακολουθεί πιστά τη λογική του σημερινού κόσμου, όπου ό,τι είναι τεχνολογικά δυνατό θα πρέπει αβίαστα και να υλοποιείται. Ο Νταμούρ αποδομεί το ιδεολόγημα της κατάκτησης της αθανασίας, δείχνοντας πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα καταργούσε όχι μόνο τα γηρατειά, αλλά και την ίδια την νεότητα, η οποία θα έχανε το νόημά της δίχως τον φόβο του γήρατος. Στην ουσία θα καταργούσε τις γενιές, αφήνοντας χώρο μόνο για μια ζωή αφιερωμένη στην αέναη κατανάλωση εμπορευμάτων όσο κι εμπειριών.
«Πώς θα ήταν ένας κόσμος αθάνατων; Θα ήταν ένας κόσμος εντός του οποίου θα ζούσαμε πάντοτε μαζί με τους ίδιους ανθρώπους. Και σε πλήρη αντίθεση με το φαντασιακό της προόδου και της καινοτομίας –το οποίο κατά τα άλλα επαίρεστε πως σας διαπνέει εκεί στη Google– θα επρόκειτο για έναν κόσμο κοκαλωμένο κι ακίνητο! Ας προσπαθήσουμε για μια στιγμή να φανταστούμε πώς θα ήταν η πραγματωμένη αθανασία. Είναι βέβαιο πως, αν ο Μότσαρτ ήταν αθάνατος, δεν θα είχε ποτέ του συνθέσει ούτε τον Ντον Τζιοβάνι ούτε –κυρίως– το Ρέκβιεμ. Θα ‘χε σάμπως νιώσει ποτέ ένας αθάνατος Ρεμπώ την ανάγκη να γράψει Μια εποχή στην κόλαση; Δίχως το φάσμα του θανάτου κανένας τους δεν θα εξελισσόταν σε ιδιοφυΐα».

Ο Φρανκ Νταμούρ γεννήθηκε το 1971 στο Ανταναναρίβο της Μαδαγασκάρης και δίδαξε επί σειρά ετών ιστορία σε σχολεία της Δυτικής Αφρικής και της Γαλλίας. Είναι δοκιμιογράφος και συμμετέχει στην αρχισυνταξία της επιθεώρησης Nunc, της οποίας είναι συνιδρυτής, ενώ συνεργάζεται και με τα περιοδικά Études και Christus. Από το 2016 διδάσκει στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λιλ. Θεωρείται ειδικός επί του έργου των Ορθόδοξων χριστιανών στοχαστών και θεολόγων, Νικολάι Μπερντιάεφ και Olivier Clément, ενώ τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται γύρω από τον τρόπο με τον οποίον οι θρησκευτικές ιδέες κι οι απορρέουσες από αυτές θεολογικές έννοιες και δόγματα συνεχίζουν να επενεργούν μέσα στις εκκοσμικευμένες, νεωτερικές κοινωνίες. Στo πλαίσιo των ενδιαφερόντων του αυτών έχει καταπιαστεί με το ζήτημα του τρανσουμανισμού γενικώς αλλά και με τη θρησκευτική και ηθική διάσταση των σημερινών προσπαθειών υπέρβασης του ανθρώπινου όντος διά της τεχνολογίας, ειδικότερα. Το «Μακάριοι οι θνητοί» είναι το πρώτο του έργο που μεταφράζεται στα ελληνικά.

Φρανκ Νταμούρ
Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμη ζωντανοί. 13 επιστολές στους ιδρυτές της Google.
Μετάφραση: Νίκος Ν. Μάλλιαρης
Πρόλογος: Ζαν-Κλωντ Γκιγιεμπό
Ιούνιος 2018
σελ. 150
τιμή: 10 ευρώ
ISBN: 978-618-83523-2-2
Για το βιβλίο “Μακάριοι οι θνητοί”
Του Νίκου Μανωλόπουλου (περιοδικό Σύναξη)
Σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου Μακάριοι οι θνητοί, γιατί είναι ακόμα ζωντανοί, ο συγγραφέας του Φρανκ Νταμούρ μάς θυμίζει μια εμβληματική σκηνή από τη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν Έβδομη σφραγίδα, τη σκηνή που δίπλα στη θάλασσα ο Χάρος παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον ιππότη Αντώνιο Μπλοκ. Στην ταινία η δύναμη και το νόημα της σκηνής, σύμφωνα με τον Νταμούρ, βρίσκεται στο γεγονός ότι την τελευταία κίνηση, που επιφέρει το ρουά ματ, την κάνει ο Χάρος, υπενθυμίζοντας με μεταφορικό τρόπο ότι ο θάνατος είναι η μοίρα του ανθρώπου.
Όμως ο συγγραφέας μας καλεί να φανταστούμε μια ανατροπή αυτής της σκηνής, που ο ιππότης Αντώνιος Μπλοκ θα κάνει την τελευταία και τελική κίνηση, το ρουά ματ. Αυτή η ανατροπή είναι σήμερα ο στόχος όχι μιας θρησκείας, όπως παραδείγματος χάρη της χριστιανικής που κηρύττει ανάσταση νεκρών και άρα τη μη παντοδυναμία του θανάτου, ούτε μιας φιλοσοφίας όπως η πλατωνική που μιλάει για την αθανασία της ψυχής, αλλά μιας ιδεολογίας που ο συγγραφέας ονομάζει ιμορταλισμό και διέπει και εμψυχώνει την προσπάθεια μεγάλων επιχειρήσεων τεχνολογικών και όχι μόνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Το βιβλίο διαρθρώνεται ως μια σειρά δώδεκα ανοιχτών επιστολών που απευθύνει ο συγγραφέας στους δύο δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες και συνιδρυτές της Google , Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν. Αυτοί οι επιχειρηματίες μαζί με άλλους , κυρίως ιδιοκτήτες ή μεγαλομέτοχοι μεγάλων εταιριών τεχνολογιών αιχμής, αποτελούν τον πυρήνα των θιασωτών του ιμορταλισμού, ιδεολογία που έχει ως σύνθημα της το «θάνατο στο θάνατο». Η ιδεολογία αυτή σημαίνει πρακτικά ότι αυτοί οι επιχειρηματίες με επενδύσεις εκατομμυρίων φιλοδοξούν μέσα από την έρευνα στην τεχνολογία, την ιατρική, την γενετική και άλλες επιστήμες που σχετίζονται με την υπόσταση του ανθρώπου ως όντος βιολογικού, να παρατείνουν το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου κατά πολύ έτσι ώστε αυτός να καταστεί οιονεί ένα αθάνατο ον. Τα λόγια ενός εκπροσώπου αυτής της ιδεολογίας που παρατίθενται στο βιβλίο είναι ενδεικτικά αυτής της ιδεολογίας: «δεν θ’ ανεχτούμε άλλο την τυραννία του γήρατος και του θανάτου […] Θ’ αποφασίζουμε μόνοι μας πόσον καιρόν θα ζούμε». Ο ιμορταλισμός μαζί με τον τρανσουμανισμό [μεταφραστικές επιλογές του έλληνα μεταφραστή για του όρους immortalism και transhumanism] είναι αιχμή του δόρατος μια αντίληψης που στοχεύει στην υπέρβαση των ορίων για τον άνθρωπο, το γήρας και το θάνατο, καθώς και στη δυνατότητα του για συνεχή πειραματισμό πάνω στα όρια της φύσης του. Χαρακτηριστικοί είναι τίτλοι σχετικών βιβλίων που ανήκουν σε αυτή την αντίληψη και τα οποία αναφέρει ο συγγραφέας, παραδείγματος χάρη του Κέρζουελ (Ray Kurzweil) το 2005 με τίτλο The singularity is Near: When Humans Transcend Biology[H μοναδικότητα πλησιάζει: έρχεται η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος θα υπερβεί την βιολογία] , ή του L. Alexandre το 2011 με τίτλο La mort de la mort. Comment la technmédicine va bouleverser l’ humanité [ Ο θάνατος του θανάτου. Πως η τεχνοϊατρική θα τροποποιήσει εκ βάθρων την ανθρωπότητα]. Ακόμη και τα ονόματα των εταιρειών οι οποίες σχετίζονται με την επίμαχη υπέρβαση της θνητής ανθρώπινης φύσης είναι χαρακτηριστικά, παραδείγματος χάρη το όνομα της σχετικής εταιρείας των δύο συνιδρυτών της Google είναι Calico (California life Company).

O Νταμούρ μέσω της επιστολικής γραφής του φιλοδοξεί να περιγράψει και να ασκήσει κριτική στην ιδεολογία του ιμορταλισμού από την μία ενώ από την άλλη στοχάζεται για τη θέση του θανάτου στη σημερινή εποχή καθώς και για τη θνητότητα ως το ίδιον του ανθρώπου. Αυτό που θέλει να κάνει ξεκάθαρο στον αναγνώστη αυτό το βιβλίο είναι η θέση πως το φαινόμενο του ιμορταλισμού διαφέρει από μια νέα τέχνη του θνήσκειν [ars moriendi]. Τέχνη που αναζητεί ο σημερινός άνθρωπος σε μια εποχή που θα πρέπει να επινοήσει εκ νέου απαραίτητα έθιμα, λέξεις και φαντασιακό για την ώρα του θανάτου του δικού του αλλά και των αγαπημένων του προσώπων. Διαφέρει επίσης το φαινόμενο του ιμορταλισμού από την επίταση της λογικής μιας «κίβδηλης αυτονομίας» όπως λέει ο συγγραφέας, ήτοι μιας προσπάθειας να ρυθμίσουμε διάφορα ζητήματα (παραδείγματος χάρη τη ρύθμιση του ψηφιακού μας θανάτου μέσω της προσχεδιασμένης διαγραφής της σελίδας μας στο facebook) που σχετίζονται με τη διατήρηση της μεταθανάτιας αξιοπρέπειας μας, με όλη τη ματαιοπονία που αποδεικνύεται να εμπεριέχει αυτή η αυτονομία.
Ο συγγραφέας τονίζει ότι το φαινόμενο του ιμορταλισμού δεν είναι απλώς μια «ολοκληρωμένη εκδοχή της απόπειρας ελέγχου του θανάτου» αλλά ταυτίζεται με απόπειρα ριζικής αλλαγής της φύσης του θανάτου και με μια επιθυμία επέκτασης της κίβδηλης αυτονομίας του ανθρώπου και σε σχέση με τον ίδιο το θάνατο. Δηλαδή παντοδυναμία και έλεγχος του ανθρώπου και πάνω στον ίδιο του το θάνατο, να το ανθρωπολογικό όραμα του ιμορταλισμού, ανθρωπολογικό όραμα που συμβαδίζει με ένα οικονομικό και πολιτικό σχέδιο, μιας και καμιά ιδεολογία δεν είναι απλώς ένα ατομικό καπρίτσιο.
Επομένως στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης θα βρει την ανάπτυξη και την ανάλυση του περιεκτικού ορισμού αυτή της ιδεολογίας που διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «… ο ιμορταλισμός συνιστά μια παμπεριεκτική ιδεολογία, ταυτοχρόνως οικονομική και ανθρωπολογική. Στόχος του είναι η αύξηση των βιολογικών δυνατοτήτων του ανθρώπου και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον πετύχει είναι οι νέες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα: η ανάπτυξη της συγκεκριμένης τεχνολογίας είναι δυνατή μόνο χάρις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί οικονομίας και μιας κουλτούρας που θα έχει αποδεχτεί το τέλος της θνητότητας» (σ. 80). Η ανάλυση επομένως δεν περιορίζεται στις ανθρωπολογικές διαστάσεις και τις συνέπειες ενός οράματος και τελικά ενός σχεδίου με συγκεκριμένα ιδιωτικά οικονομικά και επιστημονικά κεφάλαια αλλά προσπαθεί να φανταστεί και την πολιτική δυστοπία που μπορεί να βρίσκεται πίσω από τον ιμορταλισμό ήτοι «μια συλλογικής αυτοκτονία μέσω της τεχνολογικής προόδου, ένας ιατρικοποιημένος κι εξευγενισμένος μηδενισμός» (σ. 63).
Το βιβλίο του Νταμούρ όμως δεν είναι απλώς ένα βιβλίο πολεμικό ενάντια στο ιμορταλιστικό όνειρο των συνιδρυτών της Google και κριτικό απέναντι στις οικονομικές, επιστημονικές και τεχνολογικές θεωρίες και εφαρμογές που το συνοδεύουν. Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται και ο φιλοσοφικός στοχασμός για το νόημα της θνητότητας και της αθανασίας για τη ζωή του ανθρώπου. Μάλιστα μια παραθεώρηση της πρώτης φαίνεται να αλλοιώνει ριζικά και το νόημα της δεύτερης σύμφωνα με το συγγραφέα. Αν η δίψα για ζωή και πέραν του τάφου, δηλαδή το αίτημα της αθανασίας, απομονωθεί από την εμπειρία της τρωτότητας μας, την εμπειρία της ανάγκης μας για σχέσεις αλληλεγγύης και αγάπης με τους άλλους που πηγάζει από την αδυναμία μας, δηλαδή απομονωθεί από την εμπειρία της θνητότητας μας, της περατότητας μας, τότε η αναμέτρηση με το θάνατο απλώς θα είναι μια εγωιστική επιδίωξη επιμήκυνσης των ορίων της βιολογικής ζωής εις το άπειρον, ένα φαύλο και ψευδές άπειρο όμως. Ενδιαφέρον επομένως έχει αυτό το βιβλίο και για τις σκέψεις του συγγραφέα πάνω στη σημασία που έχει η θνητότητα αλλά και τη σημασία που έχει η γέννηση ως δημιουργία και ανάδυση του νέου (έννοια που προέρχεται από της Χάνα Άρεντ) για την ανθρώπινη κατάσταση και για τις ανθρώπινες κοινωνίες εν γένει. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις καλείται να αναρωτηθεί για τη σημασία του θανάτου και της θνητότητας και ο χριστιανός αναγνώστης που φέρει την πίστη στο αναστημένο Ιησού που «θανάτω θάνατον πατήσας» και δεν παύει να ελπίζει στο παύλειο «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος», Α΄ Κορ 15,26).
Δύο τελευταίες παρατηρήσεις εν κατακλείδι. Πρώτον το βιβλίο αυτό διαπιστώσαμε, διαβάζοντας το, ότι διαλέγεται γόνιμα με το τεύχος 147 της Σύναξης που ήταν αφιερωμένο στη σχέση ανθρωπολογίας και τεχνολογίας. Είναι ένα βιβλίο που αναμετριέται με πολλά από τα ερωτήματα που τέθηκαν σε εκείνο το τεύχος από τους συγγραφείς του.
Δεύτερον, η ανάγνωση του βιβλίου και ιδιαίτερα ο προκλητικός και παράδοξος τίτλος του Μακάριοι οι θνητοί γιατί είναι ακόμη ζωντανοί μας θύμισε τα λόγια ενός άλλου σημαντικού γάλλου συγγραφέα, του μυθιστοριογράφου Μισέλ Ουελμπέκ, που γράφει στο τελευταίο του βιβλίο περιγράφοντας την εμπειρία της θνητότητας για έναν ζωντανό: «Σου λείπει ένα ον και όλα είναι «ερημιά»… η αλήθεια είναι πως σου λείπει ένα μόνο ον και όλα είναι νεκρά, ο κόσμος είναι νεκρός και είσαι κι εσύ νεκρός… δεν αντλούσα καμιά ευχαρίστηση απ’ τη μοναξιά μου, ούτε από την ελεύθερη λειτουργία του πνεύματος μου, είχα ανάγκη από αγάπη». Αν επομένως κρύβεται μια μακαριότητα στη θνητότητα για μας τους ζωντανούς, αυτή είναι η συνειδητοποίηση της βαθύτερης ανάγκης μας και επιθυμίας μας, της ανάγκης μας και της επιθυμίας μας για αγάπη, αγάπη που χρήζει αθανασίας για να μην είναι η ερημία και η νεκρότητα η τελευταία λέξη της βιοτής μας.