Λίγους μήνες πριν, μια φωτογραφία του λεκανοπεδίου από ψηλά, τραβηγμένη από τον διεθνή διαστημικό σταθμό, κάνει τον γύρο του διαδικτύου για τον λάθος λόγο: μπροστά στη θέα του απέραντου γκρίζου που έχει καλύψει την πρωτεύουσα, οι χρήστες σχολίαζαν με ειρωνεία και απογοήτευση το προφανές που όμως εμείς οι κάτοικοι δείχνουμε να έχουμε αποδεχτεί κάπως αψήφιστα, ότι είναι «λες και ρίξαμε έναν κουβά τσιμέντο σε έναν λάκκο».
Εντωμεταξύ, από το ποσοστό πρασίνου εξαρτάται ο θόρυβος και η καθαρότητα του αέρα σε καθημερινή βάση, τα μέγιστα επίπεδα θερμοκρασίας το καλοκαίρι αλλά και ο κίνδυνος πλημμύρας τον χειμώνα, όπως και η σωματική και ψυχική υγεία όλων μας.
Τα στοιχεία από το ερευνητικό δημοσίευμα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος με τίτλο Ποιος επωφελείται από τη φύση στις πόλεις είχαν δείξει την πραγματικότητα μέσα από νούμερα: ενώ στις πρωτεύουσες της Ευρώπης τα δέντρα καλύπτουν κατά μέσο όρο το 29% της γης (με υψηλότερα ποσοστά δεντροκάλυψης να απαντώνται στο Όσλο, στη Βέρνη και τη Λιουμπλιάνα), η Αθήνα σημείωσε μόνο 11%, αποσπώντας μία από τις τελευταίες θέσης αυτής της λίστας.
Ακόμη πιο σκληρά είναι τα νούμερα, άμα αναζητήσουμε την αναλογία του πρασίνου και των δέντρων σε σχέση με τον πληθυσμό που ζει και αναπνέει ανά περιοχή: στο Λεκανοπέδιο αντιστοιχούν 2,5 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο και στην Αθήνα το αντίστοιχο ποσοστό κάνει βουτιά στα 0,96 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο, όταν μάλιστα η οδηγία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ορίζει ελάχιστη επιτρεπόμενη αναλογία τα 9 τ.μ. πρασίνου/κάτοικο (και ιδανική αναλογία τα 50 τμ/κάτοικο). Και, βέβαια, το παραπάνω σκορ προσδιορίζει τον μέσο όρο, προϋποθέτοντας ότι υφίστανται και περιοχές εντός του αθηναϊκού ιστού όπου το πράσινο είναι μηδαμινό.
Όπως επεσήμανε το report του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος που αναφέραμε, «μέσα στις πόλεις, το ποσοστό πρασίνου ποικίλει μεταξύ των γειτονιών, με τους λιγότερους σε ποσότητα και ποιότητα χώρους πρασίνου να εντοπίζονται παραδοσιακά σε σημεία χαμηλότερου κοινωνικού-οικονομικού επιπέδου». Ο γενικός κανόνας επιβεβαιώνεται και στην δική μας περίπτωση.
Κανένας δήμος του λεκανοπεδίου δεν καλύπτει την ιδανική αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο που έχει θέσει ο ΠΟΥ και μόνο οι 9 από τους 40 δήμους έχουν μεγαλύτερη από το ελάχιστα επιτρεπόμενο ποσοστό, όπως κατέδειξε στη διπλωματική του έρευνα στο ΕΜΠ ο Γεώργιος Μπαλαλάς (Ποιότητα ζωής στο λεκανοπέδιο της Αθήνας υπό το πρίσμα της Βιώσιμης Ανάπτυξης, 2022). Για την εκτίμηση της ποιότητας ζωής, όπως παραθέτει ο ίδιος στον πρόλογο, είχε λάβει υπόψη μια σειρά από τους δείκτες που προτείνει το σχέδιο Ελληνικού Προτύπου ΕΛΟΤ 1457, ανάμεσα στους οποίους είναι και οι περιβαλλοντικοί δείκτες, όπου εντάσσεται η επιφάνεια πρασίνου ανά κάτοικο.
Η γενική εικόνα που διαμορφώνεται έχει ως εξής: οι περιοχές του Βόρειου Τομέα βρίσκονται πιο κοντά στο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο (μέση τιμή 8,3 τ.μ./κάτοικο), όπως και του Κεντρικού Τομέα (μέση τιμή 8,2 τ.μ./κάτοικο), με περισσότερο προνομιούχους τους δήμους Αμαρουσίου, Φιλοθέης-Ψυχικού, Πεντέλης, Κηφισιάς, Καισαριανής, Νέας Φιλαδέλφειας και Γαλατσίου, ενώ στο άλλο –γκρίζο– άκρο της κατάταξης βρίσκονται οι περιοχές του Δυτικού Τομέα Αθηνών (μέση τιμή στα 5,5 τ.μ./κάτοικο), του Νότιο Τομέα (μέση τιμή στα 2,9 τ.μ./κάτοικο) και του Πειραιά (μέση τιμή στα 3,2 τ.μ./κάτοικο).
Στον χάρτη του λεκανοπεδίου, την ίδια στιγμή, υπάρχουν τέσσερις δήμοι με αναλογία χαμηλότερη του 1 τ.μ./κάτοικο. Συγκεκριμένα:
- Βριλήσσια: 0.9 τ.μ./κάτοικο
- Βύρωνας: 0,8 τ.μ./κάτοικο
- Νέας Σμύρνης 0,7 τ.μ./κάτοικο
- Κορυδαλλός: 0,6 τ.μ. / κάτοικο
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με τις παραμέτρους που ορίζονται στην καταμέτρηση πρασίνου (π.χ. αν μετρώνται οι δενδροστοιχίες). Για παράδειγμα, στο τρέχον επιχειρησιακό πρόγραμμα του δήμου Κορυδαλλού καταγράφεται ποσοστό αναλογίας κοντά στα 2 τ.μ./κάτοικο και αναγνωρίζεται βέβαια ότι «τόσο ο δήµος Κορυδαλλού όσο και οι γύρω δήµοι αντιμετωπίζουν έλλειψη φυτεµένων χώρων».